Ετυμολογία

επεξεργασία
spiti < spit- + -i
ρήμα spiti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας spitas spitanta spitata
αόριστος spitis spitinta spitita
μέλλοντας spitos spitonta spitota
υποθετική spitus - -
προστακτική spitu - -

spiti (eo)