Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

speel (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος spelen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος spelen