Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sorĉi < sorĉ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα sorĉi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας sorĉas sorĉanta sorĉata
αόριστος sorĉis sorĉinta sorĉita
μέλλοντας sorĉos sorĉonta sorĉota
υποθετική sorĉus - -
προστακτική sorĉu - -

sorĉi (eo)