Σύνδεσμος

επεξεργασία

soit (fr)

  1. είτε

Επίρρημα

επεξεργασία

soit (fr)

  1. (καταφατικό επίρρημα, εκφράζει την παραδοχή) έστω

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία