Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • ανόητο ή ψωνισμένο χαμόγελο

  Ρήμα επεξεργασία

  • κάνω ανόητο ή ψωνισμένο χαμόγελο