πoλυλεκτικό   Ουσιαστικό

επεξεργασία

ski mask (en)

  1. μάσκα του σκι
    • μάσκα του σκι ως αντικείμενο-εργαλείο απόκρυψης χαρακτηριστικών εγκληματία (ίδιο αντικείμενο άλλη χρήση)