Ετυμολογία

επεξεργασία

από το singe (=πίθηκος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛ̃ʒ.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

singerie (fr)

  1. πιθηκισμός
  2. επιδειξιομανία
  3. (λαϊκότροπο) χαζομάρα