- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
siedem (pl)
- εφτά
- bezlitosna rusycystka zostawiła siedmiu uczniów na drugi rok - η ανελέητη ρωσικού άφησε εφτά μαθητές στο δεύτερο έτος
- liczba siedem to liczba uważana za mistyczną - ο αριθμός εφτά είναι αριθμός που θεωρείται μυστικιστικός
- Siedmiu przeciw Tebom - Επτά επί Θήβας