Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ʃɒp,ˈʃɒpi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • ρετρό μαγαζί, μαγαζί με ρετρό ατμόσφαιρα (γραφικό, γοητευτικό, παράδοξο κτλ.)


συνηθέστερο: shop