Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

shibboleth (en)

  • παρωχημένος, εσφαλμένος, επαρχιακός ή μη κοινά αποδεκτός τρόπος να κάνεις ή να πεις κάτι