senkuraĝiĝonta

Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

senkuraĝiĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος senkuraĝiĝi