Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sciencing (en)
επιστημόνιση (δημώδες σε ελληνικά κι αγγλικά)

  1. επιστημονικές επιτυχίες ή προσπάθειες
  2. ενασχόληση με την επιστήμη
  3. επιστημονικός προσδιορισμός-επαναδιατύπωση