sciencing
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sciencing (en)
επιστημόνιση (δημώδες σε ελληνικά κι αγγλικά)
- επιστημονικές επιτυχίες ή προσπάθειες
- ενασχόληση με την επιστήμη
- επιστημονικός προσδιορισμός-επαναδιατύπωση
sciencing (en)
επιστημόνιση (δημώδες σε ελληνικά κι αγγλικά)