salience
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- salience < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
salience (en)
1. υπεροχή
2. ανάδειξη, προβολή
3. εξέχον χαρακτηριστικό
salience (en)
1. υπεροχή
2. ανάδειξη, προβολή
3. εξέχον χαρακτηριστικό