Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /roˈmɨ.nə/

  Επίθετο επεξεργασία

română (ro) θηλυκό (αρσενικό: român)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

română (ro)

  1. (εθνικό όνομα) η Ρουμάνα (αρσενικό: român)
  2. τα ρουμανικά, η ρουμανική γλώσσα