Ετυμολογία

επεξεργασία
rezervi < rezerv- + -i
ρήμα rezervi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας rezervas rezervanta rezervata
αόριστος rezervis rezervinta rezervita
μέλλοντας rezervos rezervonta rezervota
υποθετική rezervus - -
προστακτική rezervu - -

rezervi (eo)