rekonsciiĝota

Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

rekonsciiĝota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος rekonsciiĝi