Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

reductionism

  • ο αναγωγισμός, συμπέρασμα από το μικροσκοπικό στο μακροσκοπικό

Αντώνυμα επεξεργασία

  • emergence (το να προκύπτουν φαινόμενα σε μεγαλύτερες κλίμακες εξ' αιτίας του μικρόκοσμου)