Ετυμολογία

επεξεργασία
reakiri < re- + akiri
ρήμα reakiri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας reakiras reakiranta reakirata
αόριστος reakiris reakirinta reakirita
μέλλοντας reakiros reakironta reakirota
υποθετική reakirus - -
προστακτική reakiru - -

reakiri (eo)