psychopathic
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
psychopathic (en)
- ψυχοπαθής, που υποφέρει από ψυχική διαταραχή, ή που λόγω ψυχικών διαταραχών ενεργεί με ειδικά βίαιο ή/και αντικοινωνικό τρόπο
- που συσχετίζεται με την ψυχοπάθεια
psychopathic (en)