Επίθετο

επεξεργασία

psychopathic (en)

  1. ψυχοπαθής, που υποφέρει από ψυχική διαταραχή, ή που λόγω ψυχικών διαταραχών ενεργεί με ειδικά βίαιο ή/και αντικοινωνικό τρόπο
  2. που συσχετίζεται με την ψυχοπάθεια