pry
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˈpraɪ/
Ρήμα
επεξεργασία- κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις
- pry into: χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις
- παραβιάζω με λοστό
- ανοίγω ή απελευθερώνω με μοχλό/μόχλευση· μοχλεύω με σκοπό το άνοιγμα, την απελευθέρωση, το ξεμάγκωμα κτλ.