Ετυμολογία

επεξεργασία
protesti < protest- + -i
ρήμα protesti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας protestas protestanta protestata
αόριστος protestis protestinta protestita
μέλλοντας protestos protestonta protestota
υποθετική protestus - -
προστακτική protestu - -

protesti (eo)