Ετυμολογία

επεξεργασία
preponderantly < preponderant

  Επίρρημα

επεξεργασία

preponderantly (en)

  • κυρίαρχα, κατά τρόπο ώστε να επικρατεί, να κυριαρχεί κάποιος ή κάτι