preferably
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˈprɛfrəbli/
Ετυμολογία en
επεξεργασίαpreferably < preferable + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαpreferably (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία- ideally
- if possible
- for preference
- by preference
- from choice
- by choice
- as a matter of choice
- much rather
- rather