pligrandiĝinta

Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

pligrandiĝinta (eo)

  • αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος pligrandiĝi