Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

plenkresk- < plen + kresk-

  Ρίζα επεξεργασία

plenkresk- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: εφηβεία

Παράγωγα επεξεργασία