placeholder
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαplaceholder (en)
- πληρεξούσιος
- αντικαταστάτης (συνήθως μέχρι να έρθει το αρχικό άτομο)
- αντιφραστική λέξη
- λέξη που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για φαινόμενο, μέχρι η πιθανή μελλοντική ευρύτερη κατανόησή του οδηγήσει σε πιο αντιπροσωπευτική λέξη (λόγω συνήθειας συχνά στην φυσική όμως παραμένει η ασαφής λέξη πχ. ακτίνες-χ, αντίθετα στην βιοταξωνυμία έχουν υπάρξει διορθώσεις)
- (πληροφορική) σύμβολο υποκατάστασης, σύμβολο κράτησης θέσης