Ετυμολογία

επεξεργασία
pinĉi < pinĉ- + -i
ρήμα pinĉi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pinĉas pinĉanta pinĉata
αόριστος pinĉis pinĉinta pinĉita
μέλλοντας pinĉos pinĉonta pinĉota
υποθετική pinĉus - -
προστακτική pinĉu - -

pinĉi (eo)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

pincxi, pinchi, pinc'i