Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

permittivity

  1. διαπερατότητα
    • ανηγμένη διαπερατότητα
    • η ικανότητα ουσίας να αποθηκεύει ηλεκτρική ενέργεια σε ηλεκτρικό πεδίο
  2. επιτρεπτότητα