Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

penannular (en)

  1. (αρχαιολογία) καρφίτσα στήθους σε σχήμα δακτυλίου
  2. ελλιπής-ατελής δακτύλιος, τοξοειδής κατασκευή σχεδόν πλήρους κύκλου