Αγγλικά (en) επεξεργασία

partial order (en)

Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

  • (μαθηματικά) μερική διάταξη, μία σχέση που είναι συμμετρική, μεταβατική και αυτοπαθής

Σημειώσεις επεξεργασία

Κάθε ολική διάταξη είναι και μερική διάταξη, αλλά υπάρχουν μερικές διατάξεις που δεν είναι ολικές.

Συνώνυμα επεξεργασία

  • partial ordering

Δείτε επίσης επεξεργασία