Ουσιαστικό

επεξεργασία

pantomime (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pantomime (en)

  1. η παντομίμα

pantomime (en)

  1. κάνω παντομίμα, εκφράζω κάτι χωρίς λόγια ή κάνω παράσταση χρησιμοποιώντας αυτή την τέχνη