ostéosclérose
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαostéosclérose (fr) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ostéosclérose - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
ostéosclérose (fr) θηλυκό