Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

orgy (en)

  1. το σεξουαλικό όργιο
  2. το όργιο, μεγάλη ποσότητα, πληθωρική παρουσία ενός πράγματος