Ετυμολογία

επεξεργασία
oppugno < ob + pugnō

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /opˈpuŋ.noː/

oppugno (la) & obpugno (oppugnō1, oppugnāvī, oppugnātum, oppugnāre)