Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα,   Ουσιαστικό επεξεργασία

one-shot (en)

  • μεμιάς, με την μια
  • μιας-μοναδικής απόπειρας-ευκαιρίας-δράσης-χρήσης