modality
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
modality (en)
- τροπικότητα, τροπισμός, λειτουργία - χρησιμότητα και εύρος δράσης ή πεδίο εφαρμογής
- το να ακολουθείται κάποιος κανονιστικός φορμαλισμός δράσης ή εφαρμογής
- μουσικός τρόπος, επιλεγμένες συχνότητες, σε πιο πειραματική μουσική μεταβαλλόμενων συχνοτήτων: συχνοτική συνάντηση
- τροπικότητα, τροπισμός, λειτουργία - χρησιμότητα και εύρος δράσης ή πεδίο εφαρμογής