mod con
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Συντομομορφή - Ουσιαστικό επεξεργασία
modern convenience
συχνά στον πληθυντικό: mod cons (en) σύγχρονες ανέσεις (συσκευές, τεχνολογία κτλ.)
modern convenience
συχνά στον πληθυντικό: mod cons (en) σύγχρονες ανέσεις (συσκευές, τεχνολογία κτλ.)