matera
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
matera (it) θηλυκό
- (παρωχημένο) παλιότερη μορφή του materia
Πηγές επεξεργασία
- matera - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Δείτε επίσης : Matera |
matera (it) θηλυκό