Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɑs.tʏɾ.bɑsˈjɔn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mastürbasyon (tr)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία