Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

lose face (en)

  • χάνω την/πέφτω στην υπόληψη - εκτίμηση των άλλων, θεωρούμαι μη αξιόπιστος, χάνω το πρόσωπό μου στην κοινωνία, ξεπέφτω στα μάτια των άλλων