Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

lees (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος lezen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος lezen