Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

  • αίρω την ιερατική ή άλλη επίσημη θρησκευτική ιδιότητα από κάποιον, συναινετικά ή όχι
    • καθιστώ λαϊκό