Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

laŭleĝe < laŭ + leĝ- + -e

  Επίρρημα επεξεργασία

laŭleĝe (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία