Ουσιαστικό

επεξεργασία

laïcité (fr) θηλυκό

  • ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, όπου το Κράτος δεν ασκεί καμία θρησκευτική εξουσία πάνω στην Εκκλησία και οι Εκκλησίες δεν έχουν καμία πολιτική εξουσία