Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

komfort- < αγγλική comfort, γαλλική confort

  Ρίζα επεξεργασία

komfort- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: άνεση

Παράγωγα επεξεργασία