Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
irradiate
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
irradiate
(en)
υποβάλλω σε ακτινοβολία/βομβαρδίζω με ακτινοβολία
ακτινοβολώ εγγενώς
περίφραση
: to emit radiation