Ετυμολογία

επεξεργασία
inventi < invent- + -i
ρήμα inventi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας inventas inventanta inventata
αόριστος inventis inventinta inventita
μέλλοντας inventos inventonta inventota
υποθετική inventus - -
προστακτική inventu - -

inventi (eo)