Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

διαφυλετικός, διασεξουαλικός:

  1. συμπεριφορά/αλληλεπίδραση μεταξύ των φύλων
  2. άτομο που έχει χαρακτηριστικά και απ' τα δύο φύλα