Ετυμολογία

επεξεργασία
internacie < internaci- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

internacie (eo)

li estas internacie konata - είναι γνωστός σε παγκόσμιο επίπεδο

Δείτε επίσης

επεξεργασία