Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

importunément < importun

  Επίρρημα επεξεργασία

importunément (fr)

  1. σε ακατάλληλη στιγμή
  2. φορτικά, ενοχλητικά